Πριν και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η Ναζιστική Γερμανία έφτιαξε πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκατομμύρια κρατούμενοι των στρατοπέδων αυτών έχασαν τη ζωή τους λόγω κακομεταχείρισης, ασθενειών, ασιτίας και υπερβολικής εργασίας
Η σκάλα του Wiener Graben (από το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλη «Μαουτχάoυζεν») Ο Αντώνης είχε έρθει στο Μαουτχάουζεν τον Απρίλιο του σαράντα τέσσερα. Μάθαμε γι’ αυτόν όταν ένας Γάλλος μας είπε πως στην παράγκα των τιμωρημένων είναι ένας Έλληνας και ρωτάει αν «είναι κι άλλοι Έλληνες στο Μαουτχάουζεν». Τους τιμωρημένους τους είχαν σε ξεχωριστή παράγκα και δεν ήταν εύκολο να πλησιάσεις. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν προορισμένοι για να τους ξεκάμουν με ξεθεωτική δουλειά στο λατομείο. Λίγοι ήταν εκείνοι που αντέξανε πάνω από δυο τρεις βδομάδες. Ξέραμε καλά τι ήταν η «σκληρή εργασία». Κατέβαιναν τρέχοντας τα σκαλιά του λατομείου, έφταναν τρέχοντας τα 200 μέτρα πιο πέρα, τους φόρτωναν ένα αγκωνάρι στη ράχη, γύριζαν τρέχοντας στη σκάλα, ανέβαιναν τα σκαλιά και, τρέχοντας πάλι, πήγαιναν μισό χιλιόμετρο μακριά. Αυτό γινόταν δέκα ώρες κάθε μέρα. Πληγώνονταν οι ώμοι, τα πόδια, τα σωθικά. Ένα βράδυ το στρατόπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη μιλούσε για τον Έλληνα που δούλευε στο συνεργείο των τιμωρημένων. Τα νέα τα ‘φέραν αυτοί που δούλευαν στο λατομείο κι είδαν από κοντά τι έγινε. Όταν το προσκλητήριο τελείωσε κι οι κρατούμενοι γύρισαν στις παράγκες, ο ένας τα είπε στον άλλον. Ο άλλος έτρεξε να τα πει στην παρέα του. Η παρέα σκόρπισε να μοιράσει τα νέα στις παράγκες. Οι παράγκες αδειάσανε, οι κρατούμενοι μαζεύτηκαν στους δρόμους να τα κουβεντιάσουν. Τέτοια νέα αναταράζανε το Μαουτχάουζεν. Ήταν σα μια κρυφή διανομή ελευθερίας .… Ήταν μετά από το μεσημεριανό φαΐ. Οι Ες-Ες επικεφαλείς του συνεργείου των τιμωρημένων είχαν ως εκείνη την ώρα ξεκάμει δεκαεφτά εβραίους και ρώσους αιχμαλώτους πολέμου. Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας, ένας Εβραίος άρχισε να παραπατά. Ο Αντώνης του ‘καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό ανασήκωσε τ’ αγκωνάρι του Εβραίου. Όμως αυτό έγινε κοντά στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα. Ο Ες-Ες τους είδε και τους χώρισε. Διάταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ες-Ες πλησίασε και … Πυροβολισμός! Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια πάνω του. Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε στο νεκρό, φορτώθηκε και το δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Ο Ες-Ες πάγωσε. Δεν είπε τίποτα, δεν έκαμε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο, για να ξαναφορτωθούν αγκωνάρια, ο Ες-Ες φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να βολταρίζει σα μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι διπλό από τ’ άλλα, το ‘δειξε στον Αντώνη και είπε: «Αυτό είναι δικό σου». Ο Αντώνης κοίταξε τ’ αγκωνάρι, ύστερα τον Ες-Ες, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια γύρω-γύρω. Όλοι οι άλλοι κάνανε πως δε βλέπανε, πως δεν ακούγαν. Τρέμανε για το τι θα ‘βγαινε από τούτο το μπλέξιμο. Αυτός ο Έλληνας πήγαινε φιρί-φιρί… Ο Ες-Ες είχε κιόλας βγάλει το περίστροφό του απ‘ τη θήκη, το ‘τριβε νευρικά στο παντελόνι του κι ετοιμαζόταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι, ακόμα πιο μεγάλο από κείνο που του διάλεξε ο Ες-Ες. - Αυτό είναι το δικό μου, είπε. Και το φορτώθηκε. Σ’ όλους τους δρόμους που κάνανε ως το βράδυ, σ’ όλα τα κουβαλήματα, ώσπου σήμανε η ώρα για μέσα, ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια. Ο Αντώνης δεν πολυμιλούσε γι’ αυτή την ιστορία, βαριότανε… …Όταν αναρωτιόμασταν «πώς και τη γλίτωσες, ρε Αντώνη, πώς δε σε σκότωσε που τον ρεζίλεψες!». Ο Αντώνης μας εξηγούσε πως «από κείνη τη στιγμή ο Ες-Ες κάτι έπαθε, χάλασε το μηχανάκι του. Το ‘χω παρατηρήσει αυτό… Άμα χαλάσει το μηχανάκι τους, κλάψ’ τους». - Ποιο μηχανάκι; - Όλοι αυτοί έχουν ένα μηχανάκι μέσα στο κεφάλι που τους το βάζουν στη σχολή των Ες-Ες. Τους ανοίγουν το κρανίο και τους βάζουν μέσα το μηχανάκι που ‘χει εφεύρει ο Χίτλερ. - Και τι δουλειά κάνει αυτό το μηχανάκι; ξαναρωτούσαμε. - Τους κάνει ανάποδους, συνέχιζε ο Αντώνης. Ας πούμε, το κανονικό είναι να χαίρεσαι άμα ο άλλος είναι πονόψυχος ή άμα ο άλλος δε φοβάται. Είδατε όμως ποτέ σας κανέναν Ες-Ες να μη σκυλιάσει, άμα δει έναν κρατούμενο να βοηθά τον άλλον; Αν τύχει πια κανείς να δείξει πως δεν τους φοβάται, ούτε ψύλλος στον κόρφο του!... Να τι κάνει το μηχανάκι!... Τους βγάζει απ’ το κανονικό! - Ναι, βρε Αντώνη, λέγαμε, αλλά εσένα πώς σου τη χάρισε; - Αφού σας είπα, χάλασε το μηχανάκι, κι άμα χαλάσει, κλάψ’ τους! Κι επειδή τον κοιτάζαμε, περίεργοι, το ‘παιρνε για δυσπιστία και συνέχιζε: - Αυτά δεν τα ‘βγαλα απ’ τη δική μου κεφάλα, εγώ δεν είμαι επιστήμονας, αυτά τα ‘λεγε στο Νταχάου ένας γιατρός από τη Βιέννη, χειρούργος, μεγάλος γιατρός. Γι’ αυτό τον είχανε μέσα, επειδή ήξερε διάφορα τέτοια. […] Ο Αντώνης επέζησε και μετά την απελευθέρωση έφυγε από το στρατόπεδο και από τότε χάθηκαν τα ίχνη του. Λένε ότι μετανάστευσε στην Αμερική |